κατάκλειστος

κατάκλειστος
κατάκλειστος
shut up
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάκλειστος — η, ο (AM κατάκλειστος, ον) [κατακλείω] ο τελείως κλεισμένος (α. «τα παράθυρα ήταν κατάκλειστα» β. «οἳ κατάκλειστα εἶχον τὰ βιβλία», Στράβ.) νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν βγαίνει έξω από το σπίτι του, ούτε δέχεται επισκέψεις, ο απομονωμένος …   Dictionary of Greek

  • κατάκλειστος — η, ο επίρρ. α 1. ο κλειστός από παντού: Βρήκαμε το σπίτι κατάκλειστο. 2. αυτός που έχει κλειστεί κάπου: Ζει κατάκλειστος και δεν επικοινωνεί με κανέναν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατάκλειστον — κατάκλειστος shut up masc/fem acc sg κατάκλειστος shut up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλείστοις — κατάκλειστος shut up masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλείστους — κατάκλειστος shut up masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλείστων — κατάκλειστος shut up masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακλείστῳ — κατάκλειστος shut up masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκλειστα — κατάκλειστος shut up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάκλειστοι — κατάκλειστος shut up masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακατάκλειστος — ἀκατάκλειστος, ον (Α) [κατάκλειστος] αυτός που δεν είναι τελείως κλεισμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”